- τεμπέλικος
- -η, -οαυτός που ταιριάζει σε τεμπέλη, μαχμουρλίδικος, νωχελής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεμπέλικος — η, ο, Ν [τεμπέλης] αυτός που προσιδιάζει σε τεμπέλη (α. «τεμπέλικο γατί» β. «τεμπέλικη ζωή») … Dictionary of Greek
κορμοσκυλιασμένος — η, ο τεμπέλικος, αδρανής … Dictionary of Greek
ραχατλήδικος — η, θηλ. και ια, Ν [ραχατλής] αυτός που αναφέρεται στον ραχατλή, τεμπέλικος … Dictionary of Greek
σχολαστής — οῡ, ὁ, Α [σχολάζω] 1. τεμπέλης 2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek